- συνηλικιώτης
- ο , συνηλικιώτηςώτις (-ιδος) η ровесни|к, -ца, сверстни|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνηλικιώτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηλικιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνηλικιώτισσα Ν, θηλ. συνηλικιῶτις, ώτιδος, Μ αυτός που έχει την ίδια ηλικία με άλλον, ο συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνηλικία + επίθημα ιώτης (πρβλ. στρατ ιώτης)] … Dictionary of Greek
συνηλικιωτῶν — συνηλικιώτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηλικιῶται — συνηλικιώτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηλικιώτου — συνηλικιώτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηλικιώτῃ — συνηλικιώτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηλικιώτας — συνηλικιώτᾱς , συνηλικιώτης masc acc pl συνηλικιώτᾱς , συνηλικιώτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλικιώτης — ο, θηλ. ώτις (AM ἡλικιώτης, θηλ. ῶτις, Α κρητ. τ. Fαλικιώτας) [ηλικία] αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, συνηλικιώτης, συνομήλικος, σύγχρονος (μσν. αρχ.) (το θηλ. με δοτ.) ή ἡλικιῶτις σύγχρονος με κάποιον ή με κάτι αρχ. φρ. α.… … Dictionary of Greek
ομόχρονος — η, ο (ΑΜ ὁμόχρονος, ον, Α και ὁμοχρόνιος, ον) αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο, σύγχρονος, ταυτόχρονος νεοελλ. 1. ισόχρονος, ίσης χρονικής διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο 2. φρ. «ομόχρονη κληρονομικότητα» βιολ.… … Dictionary of Greek
συνηλικιώτις — ώτιδος, ἡ, Μ βλ. συνηλικιώτης … Dictionary of Greek
συνηλικιώτισσα — η, Ν βλ. συνηλικιώτης … Dictionary of Greek